τράβηγμα

τράβηγμα
τό
1) таскание, дёргание;

τράβηγμα από τ' αφτιά — таскание за уши;

2) натягивание;

τράβηγμα του σκοινιού — натягивание верёвки;

3) вытягивание, вытаскивание; выкачивание (жидкости);
4) перен. затягивание; 5) πλ. хлопоты; возня;

αυτό έχει πολλά τράβήγματα — это хлопотливая затея;

6) последствие;

υστέρα να μην έχουμε τράβήγματα — как бы потом нам не пришлось отвечать;

7) тяга (в трубе и т. п.);
8) полигр, печатание; 9) эк выдача (векселя)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "τράβηγμα" в других словарях:

  • τράβηγμα — το, ατος 1. έλξη, τραβηξιά: Τράβηγμα του σκοινιού. 2. άντληση υγρού: Τράβηγμα νερού απ το πηγάδι. 3. εκτύπωση κάθε αντίτυπου στην τυπογραφία. 4. έκδοση συναλλαγματικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τράβηγμα — το, Ν 1. το να τραβά κανείς κάτι, έλξη 2. άντληση ή μετάγγιση υγρού 3. (οικον.) α) η έκδοση μιας συναλλαγματικής β) η ανάληψη χρημάτων από λογαριασμό 4. (τυπογρ.) α) η εκτύπωση αντιτύπων με τη βοήθεια τυπογραφικής πλάκας β) ο αριθμός αντιτύπων… …   Dictionary of Greek

  • νηματουργία — Οι διαδοχικές αναγκαίες επεξεργασίες που υφίστανται οι νιφάδες ινών (δηλαδή ίνες περιορισμένου μήκους, το πολύ 200 250 χιλιοστά) για να μετατραπούν σε ελαστικά και ανθεκτικά νήματα. Το νήμα μπορεί να θεωρηθεί ως κυλινδρικό σύμπλεγμα ινών με… …   Dictionary of Greek

  • γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις …   Dictionary of Greek

  • επίσπαση — η (Α ἐπίσπασις) [επισπώ] τράβηγμα νεοελλ. η πρόκληση τοπικής υπεραιμίας σε περιοχή τού δέρματος για να εξουδετερωθεί φλεγμονή οργάνου ή να προκληθεί τοπική νευρική διέγερση αρχ. τράβηγμα, απορρόφηση («καὶ τὴν ἐπίσπασιν τῆς τροφῆς», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • νάιλον — Η γνωστότερη και πιο διαδεδομένη συνθετική ίνα. Ανήκει στην κατηγορία των πολυαμιδικών ινών, οι οποίες ονομάζονται έτσι γιατί στη σύστασή τους μετέχουν αμιδικές ομάδες NH CO . To ν. ανακαλύφθηκε χάρη στις μελέτες του Αμερικανού χημικού Κεράδερς,… …   Dictionary of Greek

  • εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία …   Dictionary of Greek

  • ολκή — η 1. ενέργεια του έλκω, έλξη, αλλ. τράβηγμα, σύρσιμο. 2. τράβηγμα προς τα κάτω, βάρος. 3. μτφ., σπουδαιότητα, αξία: Δικηγόρος ολκής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άμπωτις — ( ιδος), η (Α ἄμπωτις) (νεοελλ. και άμπωτη) πτώση τής στάθμης τών υδάτων, τράβηγμα τών νερών αρχ. 1. στον πληθ. αἱ ἀμπώτιδες άμπωτις και πλημμυρίδα μαζί, παλίρροια 2. υποχώρηση, ελάττωση ρεύματος ή ροής 3. υποχώρηση, πτώση, ελάττωση. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • έκσπασις — ἔκσπασις, η (Α) τράβηγμα, ξερίζωμα («τριχῶν πένθιμον ἔκσπασιν», Ευστάθ.) …   Dictionary of Greek

  • έλξη — η (AM ἕλξις) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού έλκω, το να έλκεται, να σύρεται κάτι προς ορισμένη διεύθυνση νεοελλ. 1. ελκυστικότητα, γοητεία 2. η δύναμη που χρησιμοποιείται για να έλκει, να μετακινεί φορτία, μεταφορικά μέσα κ.λπ. («ίπποι έλξεως») …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»